μυΐσκη

μυΐσκη
μυΐσκη, ἡ (Α) [μύς]
μικρό θαλάσσιο όστρακο, μικρό μύδι, μυδάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυΐσκος — μυΐσκος, ὁ (Α) [μύς] μυΐσκη* …   Dictionary of Greek

  • μύαξ — ο (ΑΜ μύαξ) ζωολ. το μύδι μσν. αρχιτ. το επάνω μέρος τής κόγχης χριστιανικού ναού, κοίλωμα, αχηβάδα αρχ. 1. όστρακο, καύκαλο 2. κουτάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο τής λ. μῦς* (πρβλ. και μυΐσκη) που εμφανίζει επίθημα αξ, ακος, δηλωτικό… …   Dictionary of Greek

  • μυίσκαι — μυίσκᾱͅ , μυίσκη small sea mussel fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”